*Άρθρο του Δρ Στέργιου Νάρη
Η «ηλεκτρονική» επανάσταση των δεκαετιών του ’80 και ’90, με την εισαγωγή των ηλεκτρονικών υπολογιστών και την ψηφιοποίηση πολλών εργασιών, ακολουθήθηκε από την επανάσταση του διαδικτύου και της ψηφιακής διασύνδεσης. Αυτή, περιλαμβάνει τόσο την επικοινωνία με τον παγκόσμιο ιστό όσο και τη διασύνδεση συσκευών μεταξύ τους σε τοπικά δίκτυα όπως για παράδειγμα σε μια παραγωγική μονάδα. Ταυτόχρονα, υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις και σε άλλους τεχνολογικούς τομείς, όπως είναι η ρομποτική, η ανάπτυξη αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης, οι γλώσσες προγραμματισμού, η διαχείριση μεγάλου όγκου δεδομένων, η τεχνολογία αισθητήρων. Ο συνδυασμός και η εφαρμογή των τεχνολογιών αυτών μετασχηματίζει σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα, προσωπική και εργασιακή, και περιγράφονται ως σύνολο με τον όρο 4η βιομηχανική επανάσταση.
Οι τεχνολογικές εξελίξεις εφαρμόζονται στην πράξη, ενσωματώνονται στις παραγωγικές και άλλες διαδικασίες και καθίστανται το κυρίαρχο εργαλείο εργασίας και επικοινωνίας. Για παράδειγμα, η επικοινωνία μεταξύ του προσωπικού μιας επιχείρησης πλέον γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ψηφιακών εφαρμογών επικοινωνίας.
Στο προσεχές μέλλον, η σημαντικότερη εξέλιξη που αναμένεται να επηρεάσει το παραγωγικό πρότυπο, είναι η διασύνδεση συσκευών και αισθητήρων. Το «έξυπνο εργοστάσιο» (ή «εργοτάξιο») αποτελείται από στοιχεία εξοπλισμού που μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, να ανταλλάξουν δεδομένα, να τα επεξεργαστούν και να λάβουν αποφάσεις ή να παράγουν νέες οδηγίες με βάση αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης, δημιουργώντας εντελώς νέες συνθήκες.
Καθώς το εργασιακό περιβάλλον αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής της εργονομίας, οι αναμενόμενες τεχνολογικές αλλαγές αποτελούν εργονομικές προκλήσεις, τόσο ως προς το γνωστικό αντικείμενο, όσο και ως προς την έρευνα και εφαρμογή των αποτελεσμάτων. Καθώς η εργονομία αποτελεί την «επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της αλληλεπίδρασης μεταξύ των εργαζομένων και του συστήματος εργασίας, για το σχεδιασμό της εργασίας με στόχο την προαγωγή της υγείας των εργαζομένων και τη βελτιστοποίηση της συνολικής απόδοσης του συστήματος» [1], το αντικείμενό της –εκτός των θεμάτων του σχεδιασμού με στόχο τη μείωση των σωματικών καταπονήσεων και λοιπών κινδύνων– περιλαμβάνει πλέον θέματα όπως είναι οι ψυχικοί και ψυχοσωματικοί κίνδυνοι, που αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα.
Κλασικοί κίνδυνοι στο νέο περιβάλλον
Στον τομέα του σχεδιασμού εξοπλισμού, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η αξιοπιστία, καθώς η αυξημένη ταχύτητα των εργασιών, οι μειωμένες αποστάσεις μεταξύ των μηχανημάτων, καθώς και οι αυξημένες αδρανειακές δυνάμεις των κινούμενων μερών, αυξάνουν σημαντικά τις επιπτώσεις σε περίπτωση αστοχίας. Ταυτόχρονα, η μειωμένη παρουσία προσωπικού καθιστά δυσχερέστερο τον εντοπισμό βλάβης ή δυσλειτουργίας, πριν αυτή γίνει αντιληπτή από το σύστημα ελέγχου.
Παρά την ύπαρξη πληθώρας αισθητήρων, ο ανθρώπινος παράγοντας είναι πολλές φορές αναντικατάστατος, καθώς δεν είναι πρακτικά δυνατό να προβλεφθούν όλες οι πιθανές περιπτώσεις βλάβης από τη φάση του σχεδιασμού του συστήματος. Σημειώνεται πάντως ότι η μειωμένη παρουσία προσωπικού αποτελεί θετικό παράγοντα, υπό την έννοια της μικρότερης πιθανότητας τραυματισμού ανθρώπου.
Κίνδυνοι ενδέχεται να προκύψουν από την ταχύτητα εισαγωγής νέων τεχνολογιών στις παραγωγικές διαδικασίες. Το προσωπικό πολλές φορές δεν έχει την εμπειρία και ενίοτε ούτε τις γνώσεις για τη διαχείριση της αυξανόμενης πολυπλοκότητας των συστημάτων. Ακόμα και η εκπαίδευση του προσωπικού δεν έχει άμεσα αποτελέσματα, καθώς απαιτείται διαφοροποίηση του τρόπου σκέψης. Επομένως, η προσαρμογή του προσωπικού δεν συμβαδίζει με την ταχύτητα μετασχηματισμού της παραγωγής.
Ταυτόχρονα, η αντιμετώπιση του εξοπλισμού ως μαύρου κουτιού (black box) έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία αντιμετώπισης μη αναμενόμενων προβλημάτων χωρίς τη συνδρομή εξειδικευμένων ατόμων, που πολλές φορές δεν είναι άμεσα διαθέσιμα.
Οι θέσεις εργασίας στο νέο περιβάλλον αποτελούνται κυρίως από χειριστές σε αίθουσες ελέγχου, προγραμματιστές, μηχανικούς λογισμικού και συναφείς ειδικότητες. Καθώς οι θέσεις εντός του χώρου παραγωγής μειώνονται, οι απαιτήσεις σε θέματα ασφαλείας διαφοροποιούνται.
Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δίνεται στους κινδύνους που συνδέονται με εργασίες γραφείου, όπως είναι οι μυοσκελετικές καταπονήσεις, οι ακτινοβολίες και ο φωτισμός. Όσον αφορά το προσωπικό εντός των χώρων παραγωγής, τα μέτρα και ο προστατευτικός εξοπλισμός θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις νέες συνθήκες. Τα μέσα ατομικής προστασίας (ΜΑΠ) πρέπει να αναπροσαρμοστούν, και πρέπει να προσαρμόζονται αντίστοιχα οι ζώνες απαγόρευσης κυκλοφορίας.
Από την άλλη πλευρά, οι δυνατότητες που παρέχονται μέσω της τεχνολογίας του διαδικτύου των πραγμάτων (IoT), είναι πολύ σημαντικές. Εντοπισμός διαρροών, ηλεκτρικών δυσλειτουργιών, μηχανικών βλαβών και άλλων προβλημάτων γίνεται πιθανότερος και ταχύτερος, ενώ η αντιμετώπισή τους μπορεί να γίνει άμεσα και χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση. Ταυτόχρονα, το προσωπικό ενημερώνεται σε πραγματικό χρόνο.
Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στους εξωσκελετούς που αποτελούν συστήματα υποβοήθησης εργασιών, μειώνοντας τη σωματική καταπόνηση σε εργασίες όπως είναι ανύψωση και μεταφορά φορτίων. Αντίστοιχα, η χρήση ρομποτικών συστημάτων αντικαθιστά προσωπικό σε εργασίες υψηλής επικινδυνότητας και καταπόνησης όπως είναι εργασίες σε ύψος ή επιχειρήσεις διάσωσης.
Γνωστική εργονομία
Ιδιαίτερα σημαντικό πεδίο αποτελεί η γνωστική εργονομία, καθώς αφορά τη διανοητική συνιστώσα της ανθρώπινης εργασίας[1] και αποτελεί ίσως τον κλάδο που συνδέεται περισσότερο με τον ψηφιακό μετασχηματισμό, διότι οι επιπτώσεις στον ψυχισμό των εργαζόμενων είναι ιδιαίτερα σημαντικές.
Ενδεικτικά, η ανάγκη ταχύτατης προσαρμογής οδηγεί σε αυξημένο άγχος και φόβο, που επηρεάζουν την ικανότητα του ατόμου να ανταπεξέλθει. Ιδιαίτερα για άτομα είτε χαμηλότερης εκπαιδευτικής κατηγορίας είτε με γνωστικό αντικείμενο που δεν σχετίζεται ευρύτερα με την τεχνολογική αιχμή, ο φόβος είναι αυξημένος.
Ακόμα όμως και για άτομα με ικανότητα γρήγορης προσαρμογής, οι νέες απαιτήσεις των θέσεων εργασίας, παρότι συνήθως είναι αισθητά βελτιωμένες ως προς τη σωματική καταπόνηση, είναι πολύ διαφορετικές ως προς τις νοητικές απαιτήσεις. Ο όγκος πληροφορίας που πρέπει να διαχειριστεί ο εργαζόμενος είναι πολύ αυξημένος, ενώ η ταχύτητα αντίδρασης σε περίπτωση δυσλειτουργίας είναι πρώτιστης σημασίας και με μεγάλο οικονομικό αντίκρισμα.
Η μεταβίβαση της αρμοδιότητας λήψης αποφάσεων σε λογισμικό επίσης, αυξάνει την ψυχολογική πίεση στο προσωπικό. Είναι παγιωμένη αντίληψη (που εδράζεται και στην πραγματικότητα) ότι τα συστήματα λογισμικού λειτουργούν με προκαθορισμένα κριτήρια, αδυνατώντας να συμπεριλάβουν ιδιαιτερότητες ή παραμέτρους που προκύπτουν στην πορεία. Με την εισαγωγή συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης, στόχος είναι η ικανότητα προσαρμογής του λογισμικού. Ωστόσο, η διαδικασία της «εκπαίδευσης», η διάρκειά της αλλά και η τελική κατάληξη, εμπεριέχουν σημαντικές αβεβαιότητες.
Μια άλλη παράμετρος είναι η αναγκαία ψηφιακή αποτοξίνωση του προσωπικού. Έχει γίνει φανερό ότι η συνεχής εργασία και η ενασχόληση με ψηφιακές συσκευές έχει επιπτώσεις όπως αδυναμία συγκέντρωσης, αυξημένο άγχος, κατάθλιψη, διαταραχές ύπνου και άλλα. Επομένως, η εισαγωγή πρακτικών που οδηγούν σε περιορισμό της χρήσης ψηφιακών συσκευών και της έκθεσης στο διαδίκτυο κρίνεται απαραίτητη, καθώς υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ο εθισμός σε αυτές προσομοιάζει στον εθισμό στο αλκοόλ και στις ναρκωτικές ουσίες. Ήδη υπάρχουν προγράμματα αποτοξίνωσης, ακόμα και αντίστοιχες κλινικές.
Ψηφιακή ασφάλεια
Η ψηφιακή ασφάλεια αποτελεί κρίσιμη παράμετρο, καθώς η χρήση του διαδικτύου –και γενικότερα η επικοινωνία μεταξύ συσκευών και αισθητήρων– καθιστά το σύστημα ευάλωτο σε κακόβουλες επιθέσεις. Ιδιαίτερα όταν το δίκτυο δεν είναι τοπικό, ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμα πιο μεγάλος.
Πιθανή παρέμβαση από εξωτερική πηγή μπορεί να προκαλέσει από μικρές βλάβες μέχρι πλήρη κατάρρευση της παραγωγής. Ακόμα χειρότερα, απενεργοποίηση των δικλίδων ασφαλείας, του συγχρονισμού των συσκευών ή άλλες παρεμβάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε τραυματισμούς ή και απώλεια ζωών. Επομένως, η ψηφιακή ασφάλεια αποτελεί κρίσιμη παράμετρο σε σχέση με την αλληλεπίδραση εξοπλισμού και προσωπικού.
Το αντικείμενο των επιπτώσεων της ψηφιακής επανάστασης, τόσο στην καθημερινότητα, όσο και στην αλληλεπίδραση εργασιακού χώρου και εργαζομένων, έχει πολλές διαστάσεις. Εδώ, έγινε μια σύντομη αναφορά σε ορισμένες. Κλάδοι όπως είναι η οργανωτική εργονομία, αλλά και ειδικά στοιχεία για συγκεκριμένους κλάδους δεν αναλύθηκαν.
Η εφαρμογή της τηλεεργασίας λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, κατέστησε πιο άμεσα τα αποτελέσματα της ψηφιακής μετάβασης, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους νέες μορφές εργασίας, όπως είναι οι ψηφιακοί νομάδες. Αποτελεί ίσως τον κύριο τομέα έρευνας για πολλούς επιστημονικούς κλάδους όπως είναι η ψυχολογία, η εργονομία, η εργασιακή υγιεινή και ασφάλεια. Επομένως, είναι σημαντικό να μελετηθούν οι επιπτώσεις της και η ανάπτυξη μεθόδων και εργαλείων για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών.
*Ο δρ. Στέργιος Νάρης είναι μηχανολόγος μηχανικός, υπεύθυνος παραρτήματος Βόλου του Ελληνικού Ινστιτούτου Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε.).