Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου, 2025
ΑρχικήΕπικαιρότηταΝέα δεδομένα ...

Νέα δεδομένα για το εθνικό σύστημα υποδομών ποιότητας

Οι εθνικές υποδομές ποιότητας αναφέρονται στο σύνολο των θεσμικών οργανισμών, συστημάτων, κανόνων και κανονισμών που διασφαλίζουν την ποιότητα, την ασφάλεια και τη συμμόρφωση των προϊόντων και υπηρεσιών στις εθνικές αγορές. Πρόσφατα ψηφίστηκε νέος νόμος o οποίος περιλαμβάνει διατάξεις για το πλαίσιο εθνικών υποδομών ποιότητας και για την ίδρυση, την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό μεταποιητικών δραστηριοτήτων στην Περιφέρεια Αττικής.

 

Γράφει η κ. Χριστίνα Καρινιωτάκη*

 

Σε μια περίοδο που η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, η διαφάνεια των διαδικασιών και η αποδοτικότητα καθορίζουν την αξιοπιστία και τη βιωσιμότητα, η έννοια της ποιότητας αποκτά στρατηγική σημασία, καθώς δεν αποτελεί πλέον απλώς ένα τεχνικό εργαλείο συμμόρφωσης, αλλά έναν ολοκληρωμένο μηχανισμό ενίσχυσης και στήριξης της ανταγωνιστικότητας και οικοδόμησης εμπιστοσύνης στην αγορά.

Στο πλαίσιο αυτό και με πρωτοβουλία του υπουργού Ανάπτυξης κ. Τάκη Θεοδωρικάκου, εισάγεται μέσω του νόμου 5218/2025 ένα νέο ολοκληρωμένο πλαίσιο για την ενίσχυση των εθνικών υποδομών ποιότητας. Πρόκειται για μια μεταρρύθμιση στρατηγικής σημασίας, που αποσκοπεί στην ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας στη χώρα μας, με βάση τρεις άξονες: τη θεσμική ενίσχυση, την οργανωτική αναδιάρθρωση και την ψηφιακή διασύνδεση.

 

Εθνικό πλαίσιο ποιότητας

 

Για πρώτη φορά στη χώρα μας τίθεται με συστηματικό τρόπο ένα εθνικό πλαίσιο ποιότητας, που διαπερνά κάθε κρίσιμο τομέα της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, από την παραγωγή και τις υπηρεσίες έως τη δημόσια διοίκηση και τις ρυθμιστικές αρχές.

Ενισχύεται ουσιαστικά η θεσμική συγκρότηση της πολιτικής ποιότητας, ενώ η δημιουργία Εθνικού Ψηφιακού Μητρώου Πιστοποιήσεων και Ελέγχων καθιστά τη συμμόρφωση διαφανή, προσβάσιμη και αξιόπιστη για κάθε ενδιαφερόμενο.

Το ψηφιακό μητρώο θα λειτουργεί ως εργαλείο, εξασφαλίζοντας την καταγραφή, την παρακολούθηση και τη διασύνδεση κρίσιμων πληροφοριών που αφορούν ελέγχους, πιστοποιήσεις και αποτελέσματα συμμόρφωσης. Έτσι ενισχύεται η τεκμηρίωση των αποφάσεων, διευκολύνεται ο έλεγχος και εξασφαλίζεται η πρόσβαση πολιτών, επιχειρήσεων και φορέων του Δημοσίου σε επικαιροποιημένα και αξιόπιστα δεδομένα.

Παράλληλα, ο νέος νόμος εισάγει μια σημαντική οργανωτική μεταρρύθμιση: τη μετατροπή του Εθνικού Συστήματος Υποδομών Ποιότητας (ΕΣΥΠ), του Ελληνικού Οργανισμού Τυποποίησης (ΕΛ.Ο.Τ.) και του Εθνικού Συστήματος Διαπίστευσης (Ε.ΣΥ.Δ.), σε ανώνυμες εταιρείες δημοσίου συμφέροντος υπό την εποπτεία του κράτους.

Η θεσμική αυτή μεταβολή δεν αποσκοπεί στην ιδιωτικοποίηση ή την απεμπόληση ελέγχου, αλλά στην ενίσχυση της λειτουργικής ευελιξίας και της επιχειρησιακής αποδοτικότητας, με παράλληλη διατήρηση της ανεξαρτησίας και του τεχνικού κύρους των φορέων.

 

Προϋποθέσεις και προκλήσεις

 

Μέσα από αυτό το νέο σχήμα, οι φορείς της πολιτείας αποκτούν τη δυνατότητα να λειτουργούν πιο ανταγωνιστικά. Η σύγκλιση με τις ευρωπαϊκές πρακτικές και η ευθυγράμμιση με το μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενισχύει τη διεθνή αξιοπιστία των ελληνικών υποδομών ποιότητας και στηρίζει την εξωστρέφεια των ελληνικών επιχειρήσεων και την εθνική οικονομία.

Ωστόσο, για την επιτυχή εφαρμογή του νόμου, κρίσιμη είναι η προσεκτική προσέγγιση σε επιμέρους διατάξεις, όπως στο μέρος β’ το άρθρο 13, το οποίο αφορά την αποδοχή πιστοποιητικών συμμόρφωσης (π.χ. ISO 9001, ISO 14001, ISO 45001) από φορείς διαπιστευμένους εκτός της Ευρωπαϊκής Συνεργασίας για τη Διαπίστευση (EA).

Η ισότιμη αποδοχή τέτοιων πιστοποιητικών δεν μπορεί να θεωρείται αυτομάτως τεκμηριωμένη, ειδικά σε περιβάλλοντα κανονιστικών απαιτήσεων ή δημοσίων συμβάσεων. Εφόσον δεν διασφαλίζεται επαρκώς η εποπτεία, η διαφάνεια και η τεχνική ισοδυναμία των συγκεκριμένων διαπιστεύσεων, ελλοχεύει ο κίνδυνος υποβάθμισης της αξιοπιστίας των ελέγχων και δημιουργίας στρεβλώσεων στην αγορά.

Ο Κανονισμός (ΕΚ) 765/2008 καθορίζει ρητά ότι η διαπίστευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να πραγματοποιείται μέσω της συνεργασίας των κρατών-μελών με τον ευρωπαϊκό οργανισμό EA, στον οποίο συμμετέχει και το Ε.ΣΥ.Δ. Συνεπώς, η αποδοχή πιστοποιητικών συμμόρφωσης από φορείς που δεν ελέγχονται στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, χωρίς σαφή απόδειξη ισοδυναμίας και εποπτείας, ενδέχεται να δημιουργήσει προβλήματα.

Για το λόγο αυτό η πολιτεία καλείται να ενισχύσει τη ρύθμιση αυτή, αποτρέποντας την αποδοχή μη αξιόπιστων ή ανεπαρκώς εποπτευόμενων πιστοποιητικών, διαφυλάσσοντας την ακεραιότητα του συστήματος ποιότητας της χώρας και εξασφαλίζοντας δίκαιους όρους ανταγωνισμού. Είναι θετικό το γεγονός ότι έχει ήδη υπάρξει σχετική ευαισθητοποίηση από πλευράς της πολιτείας, και αναμένουμε να ακολουθήσουν κατάλληλες διευκρινίσεις.

 

Εν κατακλείδι

 

Οι εθνικές υποδομές ποιότητας αποτελούν θεμέλιο της δημόσιας εμπιστοσύνης, πυλώνα τεχνικής ασφάλειας και καταλύτη ανταγωνιστικότητας. Ο νόμος 5218/2025, εφόσον εφαρμοστεί με συνέπεια, γνώση και διαφάνεια, μπορεί να μετατραπεί σε σημείο καμπής για την αναβάθμιση της χώρας, τόσο θεσμικά όσο και παραγωγικά.

Η επιτυχία του εγχειρήματος εξαρτάται από την εμπέδωση μιας νέας κουλτούρας ποιότητας· μιας κουλτούρας που θα διαπνέει όχι μόνο τις διαδικασίες του Δημοσίου και τις ελεγκτικές αρχές, αλλά και την επιχειρηματικότητα, την εκπαίδευση, τη βιομηχανία και τη συλλογική νοοτροπία σε εθνικό επίπεδο.

Η ποιότητα, σε αυτή τη νέα εποχή, παύει να είναι τεχνικό ζήτημα και καθίσταται θεμελιώδης εθνική προτεραιότητα, καθώς και αναγκαία συνθήκη για τη βιώσιμη ανάπτυξη.

*H Κ. Χριστίνα Καρινιωτάκη είναι εκτελεστική διευθύντρια της Ελληνικής Ένωσης Διαπιστευμένων Φορέων Επιθεώρησης – Πιστοποίησης “HellasCert”.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ